- σπειρόπωλις
- σπειρόπωλις, ιδος, ἡ,A for the sale of old clothes, σ. ἀγορά the old clothes market, Poll.7.78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπειρόπωλις — for the sale of old clothes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπειρόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α φρ. «σπειρόπωλις ἀγορά» αγορά στην οποία πωλούσαν παλιά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις, ιδος), πρβλ. σιτό πωλις] … Dictionary of Greek